Αναρωτιέμαι συχνά πού πήγαν οι Έλληνες। Ο λαός μας, που αγαπούσε την πατρίδα του, που έκανε το σταυρό του σαν άκουγε την καμπάνα να χτυπά, που δάκρυζε μπροστά στη σημαία του, που χαμογελούσε κάθε φορά που αντίκρυζε την ιστορία του। Αναρωτιέμαι πού πήγε αυτός ο λαός που μύριζε πασχαλιά την Άνοιξη, που μεγάλωνε στον κόρφο του έναν Ελύτη για να εξυμνεί τις ομορφιές του, έναν Σεφέρη για να προβληματίζεται με τις ιδιομορφίες του, μια Αντιγόνη, μια Σουλιώτισσα, μια μάνα της Πίνδου που πέθαινε για την τιμή, την πίστη, την ιδέα।
Πού πήγαν οι Έλληνες; Αυτοί που σέβονταν τα ιερά και τα όσια της φυλής, που τιμούσαν την Παναγιά και στο πρόσωπό της έβλεπαν τη μάνα τους, την αδερφή τους, τη γυναίκα τους। Πού πήγαν οι Έλληνες που ζούσαν με την ελευθερία ή για την ελευθερία; Εκείνοι που έγραφαν έπη και έσκυβαν μπροστά τους οι ξένες φυλές και τους προσκυνούσαν; Πού πήγαν οι Έλληνες που έδωσαν τα φώτα του πνεύματος και του πολιτισμού στον κόσμο;
Πού πήγαν οι Έλληνες; Αυτοί που σέβονταν τα ιερά και τα όσια της φυλής, που τιμούσαν την Παναγιά και στο πρόσωπό της έβλεπαν τη μάνα τους, την αδερφή τους, τη γυναίκα τους। Πού πήγαν οι Έλληνες που ζούσαν με την ελευθερία ή για την ελευθερία; Εκείνοι που έγραφαν έπη και έσκυβαν μπροστά τους οι ξένες φυλές και τους προσκυνούσαν; Πού πήγαν οι Έλληνες που έδωσαν τα φώτα του πνεύματος και του πολιτισμού στον κόσμο;
Εχθές βρέθηκα σε ένα μεγάλο πολυκατάστημα। Κόσμος πολύς έκανε τα ψώνια του αφηνιασμένος, το βουητό και η υπερκινητικότα, η ένταση και η άγρια χαρά του καταναλωτισμού ήταν διάχυτη, ο εκνευρισμός το ίδιο। Κάπου εκεί στα ταμεία έφτασε στ'αυτιά μου μια φωνή "Μάνα, από δω"। "Μάνα"! Πόσα χρόνια είχα να ακούσω αυτή τη λέξη, ούτε κι εγώ δεν γνωρίζω। Με γύρισε πίσω χρόνια πολλά, θυμήθηκα τα χωριά της πατρίδας μας, την απλότητα και την καλοσύνη στα μάτια των αγράμματων πολλές φορές ανθρώπων, των πονεμένων μιας αλλοτινής εποχής που είχε την αγάπη και την έννοια για καλύτερες μέρες στα μάτια και στην καρδιά, όχι στο στόμα ή στο προτοφόλι।
Γύρισα και κοίταξα ποιος είχε μιλήσει। Ήταν ένας νεαρός άντρας, φτωχόπαιδο σαφώς। Ένας νεαρός άντρας της δουλειάς από κείνους που σίγουρα δεν αρέσουν στις σημερινές παρέες, αφού δεν είναι ούτε πολύ ωραίοι, ούτε πολύ κομψοί, ούτε πολύ εκθηλυσμένοι। Δεν κάνουν σαχλά αστεία, ούτε κυκλοφορούν με μοδάτα ρούχα, ούτε έχουν φίλους επώνυμους। Ήταν ένας απλός Έλληνας -όχι μετανάστης- που μίλησε στη μάνα του με τ'όνομά της το παλιό, το ελληνικό। Την είπε απλά κι ανεπιτήδευτα "μάνα"। Και μέσα σ'αυτά τα τέσσερα γράμματα έκλεισε όλη την αγάπη και τον πόνο του ενός στον άλλο που χαρακτήριζε την ελληνική οικογένεια για αιώνες।
Γιατί αν έχει κάποιες αξίες αυτή η φυλή από την σύστασή της και την ύπαρξή της μέσα στις χιλιετίες της ζωής της αυτές είναι το δίχως άλλο η τιμή στην πατρίδα, η αγάπη στην οικογένεια, ο σεβασμός στα θεία। Βλέπετε, τίποτα από όλα αυτά να υπάρχει και να επικρατεί στη σημερινή Ελλάδα; Εκτός από κάποιους λίγους που οι άλλοι τους δείχνουν με το δάχτυλο σαν ωραίους τρελούς;
Για αυτό ρωτώ ξανά και ξανά: Πού πήγαν οι Έλληνες; Πού πήγαν οι Έλληνες να πάω κι εγώ να τους συναντήσω; Γιατί αυτοί όλοι που παριστάνουν τους νεοέλληνες και βγαίνουν στα κανάλια και κάνουν τους ωραίους, και επηρεάζουν και αποπροσανατολίζουν το λαό που ζητάει απεγνωσμένα ιδέα και ελπίδα είναι άνθρωποι άλλης φυλής και κουλτούρας και συνήθειας।
Γι'αυτό ρωτώ: Πού πήγαν οι Έλληνες;
Για αυτό ρωτώ ξανά και ξανά: Πού πήγαν οι Έλληνες; Πού πήγαν οι Έλληνες να πάω κι εγώ να τους συναντήσω; Γιατί αυτοί όλοι που παριστάνουν τους νεοέλληνες και βγαίνουν στα κανάλια και κάνουν τους ωραίους, και επηρεάζουν και αποπροσανατολίζουν το λαό που ζητάει απεγνωσμένα ιδέα και ελπίδα είναι άνθρωποι άλλης φυλής και κουλτούρας και συνήθειας।
Γι'αυτό ρωτώ: Πού πήγαν οι Έλληνες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου