Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

Ντροπή!



ΝΤΡΟΠΗ!

Ντροπή!
Ντρέπομαι για σένα που διαβάζεις τις γραμμές αυτές.
Για σένα, που άφησες τα τείχη γκρεμισμένα, και τις κερκόπορτες ολάνοιχτες… Κι ήταν πολλές… Και μπήκαν μέσα οι εχθροί μιλούνια και στήσαν τα δικά τους λάβαρα
Κι εσύ τους κοίταζες ανίκανος να σηκωθείς, ωσάν μουγγός φωνή δεν έβγαζες, μιλιά!

Ντροπή!
Νόμιζες πως τις δικές σου αλυσίδες σπας,
Μα ήταν των καραβιών σου οι αλυσίδες πού ’σπασαν και φεύγουν ακυβέρνητα τα πλοία απ’ το λιμάνι για άγνωστα νερά, χωρίς πυξίδα…
Ήταν οι αλυσίδες που ’σπασαν όχι οι δικές σου…
Ήταν εκείνες που κρατούσαν γέφυρες και τώρα πέσανε και μπήκαν μέσα όλες οι φυλές και πάτησαν το κάστρο σου…

Ντροπή!
Νιώθω για σένανε ντροπή!
Διαβάζεις τις γραμμές αυτές με μάτια ορθάνοιχτα, να καταλάβεις προσπαθώντας, ανήμπορος, κουλουριασμένος, άρρωστος!
Και δεν μπορώ να μην σκεφτώ εκείνο το: «… δικαίως… άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνομεν…»

Μα είναι καιρός! Τις βαριές αλυσίδες σου σπάσε. Τις αληθινές αλυσίδες σου σπάσε. Ακόμα μπορείς!
Και βγες επάνω στο βιγλαέτι σου, μάζεψε τα κομμάτια τα σπασμένα και τις πληγές σου φρόντισε…
Κλείσε τις τρύπες, τις πύλες, τα γεφύρια που επικίνδυνα ανοίγουν στον εχθρό.
Βάλε το λάβαρο στο πιο ψηλό πυργί και φέρε πίσω τ’ ακυβέρνητα καράβια – τα παιδιά σου… σε ασφαλές λιμάνι να ξεκουραστούν…
Κι ύστερα, βάλε το χέρι σου αντήλιο και κοίτα μακριά…
Κει που ο ορίζοντας με το ουράνιο στερέωμα ενώνει… κι ευχήσου…

να μην ξαναντραπείς πια ποτέ…