Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ "ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ" ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΕΤΑΙ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ "ΤΑΞΙΔΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ"

Β΄ Βραβείο Διηγήματος Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών για το 2002
..."Μιλά για εποχές Βυζαντινές, τότε που υψώναμε κάστρα, και πολεμούσαμε μιας λευτεριάς λαχτάρα κρύβοντας στο στήθος. Τότε που στα καράβια μας ανέμιζαν πανιά, όχι γρανάζια, που τ’άλογα κι οι καβαλλάρηδες φερνόστελναν μηνύματα μιας ανθρωπότητας πορφυρογέννητης, μαζί και δολερής, μα όχι κολασμένης.
Κάποτε, ο γέρος τραγουδά για μια πολιτεία μακρινή, λαμπρή και δοξασμένη. Θαρρώ την ονομάζει Κωνσταντίνου Πόλη. Είναι μια ιστορία θλιβερή. Η θεία ετούτη πολιτεία καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά από βαρβάρους δυνατούς που την κατέστρεψαν, την πάτησαν, την έκαναν με τη βία δική τους. Από τότε έχασε την λάμψη και την ελπίδα της. Μα, ο γεράκος κάτι από κείνη περιμένει. Τραγουδά για τρία καράβια. Ένα που φέρνει τον Σταυρό, ένα με το Βαγγέλιο, το τρίτο το καλύτερο την Άγια Τράπεζά μας, μην μας την πάρουν τα σκυλιά και μας την εμολύνουν!
Θυμάται κι άλλες εποχές κι άλλα ονόματα. Κανάρης, Μιαούλης, Μπουμπουλίνα. Παράξενα ονόματα και παράξενες ζωές. Εφοπλιστές και ταξιδευτάδες, καπεταναίους κι αγωνιστές, αρχηγούς και πολεμάρχους που γέμισαν αλμύρα το πετσί και την ψυχή τους. Που χάθηκαν για την Ελλάδα ή έζησαν με κείνην.
Τραγουδά πολλά τραγούδια ο περίεργος αυτός γεράκος. Για την καταστροφή μιας άλλης πόλης –της Σμύρνης, θαρρώ-. Μιλά για τα πλοία πού’φτασαν σε τούτο το λιμάνι γεμάτα πρόσφυγες και αδικίες και ακρωτηριασμένες ελπίδες. Μιλά για τον Πειραιά που αγκάλιασε τις πληγωμένες ζωές, τους καημούς της προσφυγιάς και την καινούρια αισιοδοξία για ένα καλύτερο μέλλον.
Άλλα πάλι βράδια, μιλάει για τον Άι-Νικόλα τον ταξιδευτή, τα θαύματά του και την εξουσία πού’χει πάνω στα κύματα Διηγείται ιστορίες αιώνων με πορφυρογέννητους που κινδύνεψαν, με γοργόνες που έσωσαν ανθρώπους, με δελφίνια που βοήθησαν. Μιλά για ναυάγια, για υγρούς τάφους, για πολιτείες που χάθηκαν στην άμμο, για πλοία που βυθίστηκαν και πια ποτέ δεν θα ξαναταξιδέψουν.
Μόλις αρχίσουν τ’άστρα να πρωτοφαίνονται στον ουρανό, ο γεράκος μαζεύει τα λιγοστά πράγματά του, παίρνει τη μουσική και τα τραγούδια του και φεύγει. Έρχεται κάθε βράδυ, καλοκαίρι ή χειμώνα και φεύγει πάντα προς το ίδιο μέρος. Με συντροφεύει με ζέστη και με κρύο και μου μαθαίνει πράγματα πολλά.
Ποιος είναι άραγε ο γέροντας αυτός; Ζητιάνος ίσως, ιστορικός ξεχασμένος, σαλός ή άγιος; Ποιος ξέρει! Ποιος το ξέρει και αν δεν είναι ο πόνος ο ίδιος! Ο πόνος των Ελλήνων για ό,τι έχασαν, ό,τι ξέχασαν, ό,τι νοσταλγούν! Μπορεί πάλι να είναι και ο χρόνος που ιστορεί τις μεγάλες ώρες του και μετρά τις μέρες του.
Κάθε που με χαιρετά, πάντως, ο μυστήριος αυτός άνθρωπος, τους ίδιους στίχους μου τραγουδά ξανά και ξανά: «Πίκρες, καημοί και βάσανα, ψυχές που δεν γευτήκατε γαλήνη, άμποτε να σας γιάτρευε του πέλαγου η απεραντοσύνη!»...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου