Ο ήλιος πολύς και ζεστός εκείνη την καλοκαιριάτικη μέρα. Άφηνε το βλέμμα ελεύθερο να πλανηθεί στον ορίζοντα, στη θάλασσα που απλωνόταν στα πόδια μας, στο αγεράκι που μυστικά ψιθύριζε στ’αυτιά μας παλιές ιστορίες, μηνύματα που ζητούσαν να αποκρυπτογραφηθούν.
Η περιπλάνηση στα τείχη του κάστρου κράτησε αρκετή ώρα. Παλιές πολεμίστρες, κανόνια σκουριασμένα και πέτρες αρχαίες, βαλμένες σοφά, δεμένες μεταξύ τους μ’αγάπη, για έναν σκοπό. Να προστατεύσουν, ν’αμυνθούν, να κρατήσουν. Που και που, ανάμεσά τους,
Ορθογώνια και τετράγωνα κενά έπαυαν την μονοτονία του τείχους με ευχάριστα, γαλάζια διαλείμματα.
Παράξενη αγάπη μας κυρίευσε για τούτον τον τόπο. Όπου πατούμε, σ’αυτά τα ίδια χώματα, η ίδια θέα για στρατηγούς, πρωτομάστορες κι αφεντάδες! Αγάπη παράξενη γιατί, σ’ένα χώρο πολέμου, μόνο η ειρήνη κατοικεί στην ψυχή σου. Εισπράττεις ειρήνη εδώ. Είναι η επαφή με το παρελθόν; Η αναζήτηση του μέλλοντος; Η απλότητα του παλιού; Η ηρεμία της κορυφής; Ποιος το ξέρει κι αν είναι όλα μαζί!
Το μάτι μας χόρτασε καφέ και κίτρινο και πράσινο απ’τη γη, γαλάζιο ουρανού και θάλασσας, άσπρο της πέτρας, μαύρο ανταριασμένο όπλων παλιών και ξάφνου κάτι γκρίζο, μουχλιασμένο, ξέθωρο.
Οι ειδικοί που εργάζονταν στην διατήρηση του αρχαίου τόπου μας οδήγησαν στη φυλακή του Κολοκοτρώνη. Όλα χάθηκαν από μπροστά μας. Η στέρηση της ελευθερίας στο ψηλότερο σημείο! Η αιχμαλωσία πολύ κοντά στον ουρανό, στο άπειρο, στον Θεό! Για τον άνθρωπο που πάλεψε όσο κανείς να λευτερωθεί και να λευτερώσει, ζωντανός θαμμένος στον τάφο του.
Ήταν υγρό και κατασκότεινο το κελί του. Πολύ μικρό και βρώμικο. Έσκυβες, έσκυβες πολύ να μπεις, κουλουριαζόσουν για να φτάσεις να προσκυνήσεις το θρόνο που σου δίνουν οι συντρόφοι σου, σαν κάνεις το καλό. Έτσι γίνεται πάντα; Δεν ξέρω.
Ξέρω μόνο πως τα μηνύματα που παίρνει κανείς σαν χρειαστεί να γίνει τόσο μικρός για να χωρέσει εκεί μέσα, ν’αντικρύσει το μεγαλείο του πιο ένδοξου στρατηγού της δικής μας ιστορίας είναι πολλά, πάρα πολλά. Μονάχος σου με την ψυχή σου βρίσκεις τις απαντήσεις, τις λύσεις, τις αλήθειες.
Μεθύσαμε συλλογισμούς. Ευτυχώς συναντήσαμε ένα εκκλησάκι. Του πρωτομάρτυρα Αγίου Ανδρέα. Ο λαός μας έχει στις φλέβες του την επαφή του με το Θεό. Προσευχηθήκαμε για λίγο στο καπνισμένο ξωκκλήσι και βγαίνοντας αισθανθήκαμε και πάλι ελεύθεροι, σαν να’χαμε πάρει άφεση αμαρτιών για ένα έγκλημα συλλογικό που είχαμε στο παρελθόν διαπράξει.
Εννιακόσια ενενήντα εννιά σκαλοπάτια αξίζουν τον κόπο αν είναι να νιώσεις για λίγο άνθρωπος. Μην πας τουρίστας, μην βογκήξεις στο πρώτο λαχάνιασμα, μη μιλάς στο κινητό σου. Περπάτησε ανέμελος, γυμνός από το σήμερα, κι ό,τι από κείνο πάντα κουβαλάς. Ίσως τότε περιπλανηθείς για λίγο στους διαδρόμους της ψυχής σου και νιώσεις τι σημαίνει να είσαι Έλληνας.
Από το βιβλίο "Ταξίδια της ζωής", Αθήνα 2004