Προς Εμμαούς.
Απ' την τρανή την πόλη ξεκινήσανε,
στους Εμμαούς, στο σπίτι τους να πάνε.
Οι μαθητές με την καρδιά ανήσυχη
για τον μεγάλο τους τον δάσκαλο μιλάνε.
Και κει για μια στιγμή στο πλάι τους
να, "κάποιος" φανερώνεται μπροστά τους,
και τους ρωτά με μια φωνή υπερκόσμια,
τι τάχα βασανίζει την καρδιά τους;
Μέσα τους άναψε μια φλόγα δυνατή,
σαν κάτι τους θυμίζει η μορφή Του,
μα τι είν' αυτό που τόση ελπίδα χάρισε
στα μάτια τους και στην ψυχή τους;
Σαν τον κοιτάζουν απορούν που τους ρωτά
και τον ρωτούν κι οι δυο με την σειρά τους
Δεν είναι από την πόλη του Δαβίδ;
Δε νιώθει την λαχτάρα της καρδιάς τους;
Και τότε, με φωνή γλυκιά τους θύμισε
για τον Ιησού οι προφήτες τι είχαν γράψει,
μ' αγάπη σαν πατέρας τους προσπάθησε
την πίστη στις καρδιές τους να ανάψει.
Συνεπαρμένοι από τα θεία λόγια Του
αντάμα στο χωριό τους πάνε.
-Μείνε κοντά μας, τον παρακαλούν,
στο φτωχικό το σπίτι μας να φάμε.
-Μείνε κοντά μας. Με τα θεία λόγια σου
την λύπη την μεγάλη μας γλυκαίνεις.
Σ' έχουμε ανάγκη, αυτό το νιώθουμε,
και αύριο στο δρόμο σου πηγαίνεις...
Το βράδυ στο τραπέζι τους εκάθισαν
με τον φιλοξενούμενό τους πλάι.
Καθώς Εκείνος ψωμί ευλόγησε,
Τον είδαν ολοζώντανο, μιλάει!
Ω! τι χαρά σαν άνοιξαν τα μάτια τους
και είδαν τον γλυκό Διδάσκαλό τους!
Τον είδαν! Αναστήθηκε! Το μήνυσαν
στους μαθητές πως αναστήθηκε ο Κύριός τους!
Κι εμείς σε προσκαλούμε ταπεινά,
γλυκύτατε Ιησού, Μείνε κοντά μας.
Μέσα στις μπόρες και στον λίβα της ζωής,
Εσύ είσαι η ελπίδα και η χαρά μας!
(αγνώστου)