Χριστέ, σε τούτα τ' άπιστα, καταραμένα χρόνια,
που δεν πιστεύουν τίποτε, ούτ' αγαπούν κανένα,
που δεν πιστεύουν τίποτε, ούτ' αγαπούν κανένα,
που φως μας οδηγεί τυφλό και μας παγώνουν χιόνια,
εγώ πιστεύω κι αγαπώ ολόψυχα Εσένα.
Πιστεύω σαν την μάνα μου, πιστεύω σαν παιδάκι,
πίνω τ' Αθάνατο νερό κι αφήνω το φαρμάκι.
Δεν έγινα τόσο σοφός ακόμα, για να σβήσω
μονάχος την υστερινή ελπίδα, και να τρέχω
εις τους πιθήκους, ευγενείς προπάππους να ζητήσω.
Πατέρα τον θεόπλαστο Αδάμ αρκεί να έχω.
Ας χαίρονται την υψηλή αυτή καταγωγή τους
και την ελπίδα ας σβήσουνε με την σοφή πνοή τους.
Πιστεύω! να τα φώτα μου: το Ευαγγέλιό μου.
Διαβάζω μ' άδολη καρδιά και βρίσκω τον Θεό μου.
Σε ποιο σκοτάδι, ποια νυχτιά αυτό δεν εξορίζει;
Σαν ήλιος κάθε του ψηφίο και γράμμα με φωτίζει.
Βλέπω, ακούω τον Θεό σε κάθε του σελίδα
και πιάνω με τα χέρια μου, την πιάνω την ελπίδα!